Συνολικές προβολές σελίδας

14ο Γυμνάσιο Λάρισας: Οι Θησαυροί του Ολύμπου

Υπεύθυνοι καθηγητές: Γκαρέλιας Γεώργιος
Τσιόπας Αναστάσιος


Μυθολογία
Ετυμολογικά ο όρος Μυθολογία σημαίνει "λόγος περί των μυθικών παραδόσεων ενός λαού". Από τα σπουδαιότερα και θελκτικότερα κεφάλαια της παγκόσμιας Μυθολογίας είναι η ελληνική Μυθολογία, που δεν αποτελεί απλά μια συλλογή μύθων αλλά κλείνει μέσα της ένα πλήρες σύστημα ηθικής.
Ο άνθρωπος, όπως το συνειδητοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες, βρίσκεται σε έναν ατέλειωτο διάλογο συνεχώς επαναλαμβανόμενο, με τη θεότητα. Ο Θεός είναι ισχυρότερος γι' αυτό ο άνθρωπος υποκύπτει μπροστά του και τελικά τιμωρείται.
Στον αρχαίο κόσμο η θεότητα δεν είναι μία απόλυτη και υψηλή ηθική ιδέα απρόσιτη από κάθε ανθρώπινη αδυναμία, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες θρησκείες. Ο άνθρωπος προσδίδει στο Θεό γήινες αδυναμίες ανθρώπινα χαρακτηριστικά παρασκηνιακά τεχνάσματα αμφισβητώντας έτσι το απόλυτο της δύναμής του. Η ανθρώπινη φύση αντιμάχεται τη θεότητα, η οποία υπενθυμίζει όμως σε κάθε περίπτωση στον άνθρωπο την αδυναμία και τη μηδαμινότητά του.
Η μελέτη της ελληνικής Μυθολογίας μέσα από παραβολές και σύμβολα παρέχει τα στοιχεία εκείνα, που σχηματίζουν μια ευρύτερη εικόνα του θρησκευτικού πλέγματος.

Ο Όλυμπος και οι θεοί του
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι πρώτοι θεοί του κόσμου ήταν δύο, η Γη και ο Ουρανός. Ο Ουρανός βρισκόταν πολύ κοντά στη Γη, σχεδόν κολλημένος πάνω της. Από τους δύο αυτούς θεούς γεννήθηκαν πολλά αθάνατα παιδιά, όπως είναι οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες. Ο Ουρανός όμως, επειδή φοβόταν ότι κάποιο από τα παιδιά του θα του έπαιρνε το θρόνο, τα έχωσε βαθιά στα σπλάχνα της Γης. Η Γη όμως θύμωσε και αποφάσισε να εκδικηθεί τον Ουρανό. Έτσι ένα βράδυ έβγαλε από τα σπλάχνα της ένα από τα παιδιά τους, τον Κρόνο και του έδωσε ένα δρεπάνι για να πολεμήσει τον Ουρανό.
Χτύπησε με το δρεπάνι του τον Ουρανό ο Κρόνος, τον τραυμάτισε βαριά και τον ανάγκασε να φύγει μακριά από τη Γη. Από το αίμα του Ουρανού γεννήθηκαν οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες. Από μια σταγόνα που έπεσε στη θάλασσα γεννήθηκε η Αφροδίτη.
Ο Κρόνος παντρεύτηκε μία Τιτάνισσα, τη Ρέα και έκανε αρκετά παιδιά. Παρόλα αυτά, όπως και ο πατέρας του, ο Ουρανός, έτσι κι αυτός φοβόταν μήπως του πάρουν το θρόνο και έτσι… τα κατάπινε!
Η Ρέα, που υπέφερε πάρα πολύ, αποφάσισε να γλιτώσει το τελευταίο της παιδί, τον Δία. Τον άφησε λοιπόν κρυφά, σ’ ένα βουνό της Κρήτης, την Ίδη κι έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί μια φασκιωμένη πέτρα αντί για το παιδί.
Ο Δίας μεγάλωσε από το γάλα μιας κατσίκας που την έλεγαν Αμάλθεια και από το μέλι των άγριων μελισσών. Η γιαγιά του, η Γη του έδωσε ένα βοτάνι για να το δώσει κρυφά στον Κρόνο, έτσι ώστε να βγάλει τα παιδιά από την κοιλιά του. Έτσι σώθηκαν ο Ποσειδώνας, η Ήρα, η Εστία, η Δήμητρα και ο Πλούτωνας. Ο Δίας πήρε τα αδέρφια του, ανέβηκαν στην κορυφή του Ολύμπου και αποφάσισαν να πολεμήσουν μαζί τον Κρόνο. Μαζί τους ήρθαν τρεις μόνο Τιτάνες, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν με τον Κρόνο.
Ο πόλεμος που ξέσπασε ονομάστηκε Τιτανομαχία και διήρκησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Οι αντίπαλοι πετούσαν πελώριους βράχους που έκαναν τη Γη να τρέμει. Παρόλα αυτά, στο τέλος νικητής ήταν ο Δίας με τα αδέρφια του.
Ίσως ο Δίας να μην κατόρθωνε να νικήσει τον πατέρα του, αν δεν ελευθέρωνε με τη βοήθεια της γιαγιάς του, της Γης, μερικά τέρατα. Έτσι όταν νικήθηκε ο Κρόνος, ο Δίας τον φυλάκισε στον Άδη κι έβαλε τα τέρατα να τον φυλάνε, για να μην μπορέσει ποτέ να βγει από τα αιώνια σκοτάδια.
Ο Δίας, αν και ο μικρότερος από τα αδέρφια του θεωρήθηκε ο αρχηγός και πατέρας τους. Οι Ολύμπιοι θεοί ονομάστηκαν έτσι, γιατί η κατοικία τους ήταν ο Όλυμπος. Μιλώντας γι' αυτόν, ο Ησίοδος λέγει: "ποτέ δεν τον χτυπά ο άνεμος, ούτε τον αγγίζει το χιόνι, πολύ καθαρός αέρας και λεπτή διαύγεια τον περιβάλλουν, και οι θεοί εκεί απολαμβάνουν ευτυχία, που διαρκεί όσο και η ατέλειωτη ζωή τους".
Προμηθέας-Επιμηθέας
Απόγονος των Τιτάνων ήταν ο Προμηθέας. Ο Προμηθέας, σε αντίθεση με άλλους Τιτάνες που εκπροσωπούν τυφλές δυνάμεις, προσωποποιεί τη νοημοσύνη και την πονηριά. Ο Δίας θύμωσε μαζί του και θέλησε να τιμωρήσει τους ανθρώπους αφαιρώντας από αυτούς το πυρ. Ο Προμηθέας όμως μπόρεσε να κλέψει τη φωτιά "αφού", όπως λέει ο Ησίοδος, "έκλεισε τις σπινθηροβόλες ακτίνες της στο μίσχο ενός φυτού". Για τιμωρία ο Δίας κάνει δώρο στον Επιμηθέα, αδελφό του Προμηθέα, την Πανδώρα τη γυναίκα, σύντροφο του άνδρα, "προικισμένη" με όλα τα δεινά, που επέπεσαν στη συνέχεια πάνω στους ανθρώπους. Οι θεοί είχαν όλα τα ελαττώματα των ανθρώπων, πράγμα το οποίο μεταφράζεται σε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με τους ανθρώπους καθώς και σε φιλονικίες μεταξύ τους.
Μοίρες
Σημαντική θέση στη Μυθολογία κατέχουν οι Μοίρες. Κατά τον Ησίοδο "Η Νύχτα γέννησε τις αμείλικτες Μοίρες Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο, που μοιράζουν το καλό και το κακό σε κάθε θνητό τη στιγμή που γεννιέται, τιμωρούν τα εγκλήματα των ανθρώπων, αλλά και των θεών, και η οργή τους δε σταματά παρά μόνο αφού εκδικηθούν με φοβερό τρόπο". Οι θεοί είναι ανίσχυροι μπροστά στις Μοίρες. Δε μπορούν να μεταβάλουν το πεπρωμένο. Το πεπρωμένο είναι ο νόμος που κυβερνά το Σύμπαν και ο νόμος αυτός θεσπίστηκε από τον ίδιο το Δία.
Η Ήρα
Η Ήρα, χωρίς να κατέχει στην ελληνική Μυθολογία θέση τόσο σημαντική όσο ο Δίας, παίζει, παρά ταύτα, σπουδαιότατο ρόλο. Σχετικά με την παιδική ηλικία και τη νεότητα της Ήρας οι σχετικοί μύθοι είναι ποικίλοι. Οι Σάμιοι ισχυρίζονταν ότι η Ήρα είχε γεννηθεί στο νησί τους, κάτω από μια ιτιά. Ο Παυσανίας διηγείται πως ο Δίας μεταμορφωμένος σε κούκο κατέκτησε την Ήρα. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς λέγουν ότι από την ένωση της Ήρας και του Δία γεννήθηκαν πολλά παιδιά.
Άλλοι Θεοί
Μία από τις πιο χαριτωμένες θεές του Ολύμπου ήταν η Ήβη, προσωποποίηση της αιώνιας νεότητας. Επίσης η Ειλείθυια, θεά των τοκετών και η Άγγελος που ανήκει στον υποχθόνιο κόσμο. Τον Άρη, θεό του πολέμου, τον θεωρούσαν οι Έλληνες νόμιμο γιο του Δία και της Ήρας. Ένας άλλος μύθος λέει ότι ο Δίας δεν ήταν ο πατέρας του Άρη. Πεισματωμένη από τη γέννηση της Αθηνάς, η Ήρα συνέλαβε τον τρομερό γιο της με την απλή επαφή ενός λουλουδιού. Γιος επίσης του Δία και της Ήρας θεωρείται ο Ήφαιστος .
Ο Δίας δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ως υπόδειγμα πιστού συζύγου. Η Ήρα, επειδή δεν μπορούσε να τον εμποδίσει, έπαιρνε εκδίκηση στις αντιζήλους της και στα παιδιά τους. Οι διάφοροι μύθοι, στους οποίους αναφέρεται η Ήρα, δίνουν ως κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα της τον εγωισμό, την αυστηρότητα, τη φιλόνικη διάθεση και τη ζηλοτυπία. Θεωρείται θεά του γάμου και προστάτιδα της γυναίκας. Γιορτές αφιερωμένες στην Ήρα είναι τα Δαίδαλα, τα Καλλιστεία, τα Εκατόμβαια.
Αθηνά - Απόλλωνας - Άρτεμη
Η Αθηνά διακρίνεται από τις άλλες θεές του Ολύμπου και για τον τρόπο που γεννήθηκε. Για τη γέννησή της ο Ησίοδος αναφέρει τα εξής: "Ο Δίας διάλεξε για γυναίκα του τη Μήτι, τη σοφότερη από όλες τις θυγατέρες των θεών και των ανθρώπων. Όταν όμως πλησίαζε η στιγμή της γέννησης ο Δίας, με κολακευτικά λόγια, την παραπλάνησε και την έκλεισε μέσα στο σώμα του, σύμφωνα με τη συμβουλή της Γαίας και του Ουρανού για να μη καταλάβει κάποιο από τα παιδιά το θεϊκό θρόνο. Έτσι ο Δίας κέρδισε ταυτόχρονα και τη γνώση του καλού και του κακού, αφού η Μήτις ήταν σοφότατη. Ο Δίας, για να απαλλαγεί από το βάρος του παιδιού κάλεσε μια μέρα τον Ήφαιστο και τον διέταξε να του σκίσει το κεφάλι. Από το άνοιγμα αναπήδησε πάνοπλη η Αθηνά".
Ο πιο συνηθισμένος μύθος σε σχέση με την Αθηνά είναι εκείνος, κατά τον οποίο οι θεοί είχαν υποσχεθεί την κυριαρχία της Αθήνας σ' εκείνον που θα πρόσφερε το καλύτερο δώρο στους ανθρώπους. Τον αγώνα κέρδισε η Αθηνά που πρόσφερε μια ελιά, ενώ ο Ποσειδώνας πρόσφερε ένα άλογο.
Η Αθηνά αναφέρεται επίσης θεά του εμπορίου και των τεχνών. Στην Ακρόπολη υπήρχαν πολλοί ναοί αφιερωμένοι σ' αυτήν: το Ερεχθείο, το Εκατόμπεδο, ο Παρθενώνας και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Πολλοί ναοί της Αθηνάς υπήρχαν επίσης σε διάφορα μέρη της Αττικής.
Ο Απόλλωνας απέχει λιγότερο από τον ανθρώπινο χαρακτήρα απ' ότι οποιοσδήποτε άλλος από τους θεούς. Ήταν αυτό που κάθε Έλληνας ήθελε να είναι: ωραίος, δυνατός, γενναίος, συνετός, επιδέξιος, ασχολείται με την επιστήμη, τις τέχνες, και τις απολαύσεις, ευαίσθητος στη φιλία, ελάχιστα τρυφερός και παθιασμένος για την ελευθερία του.
Κατά μία γενικά αποδεκτή παράδοση, γονείς του Απόλλωνα είναι ο Δίας και η Λητώ. Λατρεύεται ως θεός της μαντικής. Ο μύθος παρουσιάζει τον Απόλλωνα να ζητά, μόλις γεννηθεί, ένα μέρος όπου θα έκτιζε μαντείο και θα έδινε χρησμούς. Το σημαντικότερο ήταν το μαντείο των Δελφών. Ο Απόλλωνας λατρευόταν επίσης και ως θεός της μουσικής και της ποίησης. Οι Έλληνες τον θεωρούσαν προστάτη της νεότητας, ακόμη και του πολέμου και του θανάτου. Επίσης προστάτη του μόχθου των γεωργών και όλων των πραγμάτων, όσων συνδέονται γενικά με τη γεωργία.
Στην ελληνική μυθολογία δεν υπάρχει μορφή περισσότερο πολύπλοκη από την Άρτεμη. Πάνω από διακόσια είναι τα επίθετα που της αποδίδουν. Υπάρχουν πολλοί σχετικοί μύθοι, που αφορούν τη γέννησή της. Δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, συμμετέχει στη λατρεία, αλλά και στις περιπέτειές του.
Θεά της άνοιξης, είχε στη δικαιοδοσία της το χορό και τη μουσική, γιατί σχεδόν σε όλους τους λαούς η ανανέωση γιορτάζεται με χορούς και τραγούδια. Πολυάριθμα ιερά της, υπήρχαν σ' ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, αλλά, λόγω της ταύτισής της με άλλες θεότητες, και στο μεγαλύτερο μέρος του γνωστού, στους αρχαίους, κόσμου. Στην αντίληψη των Ελλήνων, η Άρτεμη ήταν στενότατα συνδεμένη με τον αδελφό της Απόλλωνα και γι' αυτό γενικά λατρευόταν στα ίδια ιερά μ' αυτόν.
Ερμής - Άρης - Αφροδίτη - Έρωτας
Αν και ο Ερμής δεν έχει τη σπουδαιότητα των άλλων θεοτήτων, είναι μια από τις πιο περίεργες και λαοφιλείς μορφές της Ελληνικής Μυθολογίας. Η λατρεία του προερχόταν από την Αρκαδία και χρονολογείται από τα αρχαιότατα χρόνια. Μόλις γεννήθηκε ο Ερμής άρχισε τις θαυμαστές επιδόσεις του. "Γεννημένος την αυγή, εφηύρε κατά τη διάρκεια της ημέρας και έπαιξε τη λύρα, και το βράδυ έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα", λέει ο αφιερωμένος σ' αυτόν ομηρικός ύμνος. Και για να τον εξευμενίσει, όταν εκείνος ανακάλυψε την κλοπή του χάρισε τη λύρα του. Στο τέλος συμφιλιώθηκαν και από τότε τίποτε δεν τάραξε τη φιλία τους.
Στη συνέχεια ο Ερμής κέρδισε την εύνοια και των άλλων θεών του Ολύμπου με ένα πολύ απλό τρόπο: ήταν πρόθυμος για την εκπλήρωση κάθε είδους αποστολών. Ελάχιστα πρότυπα της Ελληνικής Μυθολογίας έχουν τόσο πολλές και ποικίλες επιδόσεις, όπως ο Ερμής. Ήταν αγγελιαφόρος των Ολυμπίων. Σ' αυτόν απέδιδαν την τέχνη της μουσικής, που αργότερα έγινε δικαιοδοσία του Απόλλωνα και των Μουσών.
Τον θεωρούσαν ακόμη θεό του λόγου και της νοημοσύνης. Τον θεωρούσαν και πατέρα της αστρονομίας και των μαθηματικών και ότι είχε δώσει στους ανθρώπους τους πρώτους νόμους, τους κανόνες των ανταλλαγών και των συμβάσεων και είχε καθορίσει τα πρώτα μέτρα και σταθμά. Γι' αυτό το θεωρούσαν θεό του εμπορίου. Επίσης θεό των δρόμων, της υγείας, προπομπό των ψυχών και θεό της γονιμότητας.
Ο Άρης ήταν μια προσωπικότητα κτηνώδης, άγρια και προσωποποιούσε τη φρικτότερη μάστιγα της ανθρωπότητας, τον πόλεμο. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τον Άρη μοναδικό νόμιμο γιο του Δία και της Ήρας. Με τις άλλες θεότητες είχε σχέσεις ελάχιστα φιλικές και με την Αθηνά σαφώς εχθρικές. Ο αγώνας μεταξύ των δύο θεών διεξάχθηκε κυρίως κάτω από τα τείχη της Τροίας. Τελικά νικήτρια αναδείχτηκε η Αθηνά. Νικημένος από την Αθηνά, ο Άρης αποτυγχάνει στους αγώνες του με τον Ηρακλή.
Η Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς, σύμφωνα με το δεύτερο ομηρικό ύμνο, γεννήθηκε σε κάποια ακτή της Κύπρου ανάμεσα στα κύματα της πολυθόρυβης θάλασσας. Πολλά αναφέρονται για τον έρωτά της με τον ωραιότερο από τους εφήβους, τον Άδωνη. Θύμα της Αφροδίτης ήταν και η Ελένη, γυναίκα του Μενέλαου της Σπάρτης που την έδωσε στον Πάρη για να κερδίσει το μήλο της Έριδας. Σημαντικός ήταν ο ρόλος της τόσο στον Τρωικό πόλεμο, όσο και στην αργοναυτική εκστρατεία. Απέραντο είναι το πεδίο, στο οποίο εκτεινόταν η δράση της Αφροδίτης. Περιλάμβανε το ουράνιο διάστημα, τη θάλασσα και τη γη. Ήταν θεά της γέννησης και της γονιμότητας. Η ελληνική Αφροδίτη απέβη κυρίως θεά του κάλλους και του έρωτα. Στη βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλία, η λατρεία της Αφροδίτης ήταν αρχαιότατη.
Ο Έρωτας κατέχει στην Ελληνική Μυθολογία θέση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Κατά τον Ησίοδο, ήταν ο ωραιότερος από τους αθανάτους, εκείνος που δάμαζε όλες τις καρδιές και νικούσε και τις πιο σοφές συμβουλές. Στη "Θεογονία" έχει ρόλο στοιχείου έλξης. Προσωποποιήθηκε πολύ νωρίς από τους Έλληνες σε θεό του έρωτα και συνδέθηκε με την Αφροδίτη.
Στη συνέχεια, τη θεώρησαν ως μητέρα του. Η κυριότερη πόλη της Ελλάδας, όπου λάτρευαν τον Έρωτα ήταν οι Θεσπιές.
Ήφαιστος - Εστία - Ποσειδώνας
Ο Ήφαιστος, ο χωλός θεός, ήταν ο "φτωχός συγγενής" στην οικογένεια των Ολυμπίων. Προσωποποιούσε το γενεσιουργικό στοιχείο κάθε πολιτισμού, το πυρ. Άλλοι μύθοι τον παρουσιάζουν να σέβεται τη μητέρα του, την Ήρα, και άλλοι να την εκδικείται. Απέναντι στο Δία φερόταν σαν καλός γιος με σεβασμό και υποταγή.
Ο Ήφαιστος θεωρείται μια από τις πιο εντυπωσιακές εκδηλώσεις του ελληνικού ανθρωπομορφισμού. Κανείς άλλος από τους θεούς του ελληνικού Πανθέου δεν πλησιάζει περισσότερο στον άνθρωπο.
Τα σχετικά με την Εστία, μεγαλύτερη αδελφή του Δία και του Ποσειδώνα, τα μυθογραφικά στοιχεία είναι ελάχιστα. Η Εστία εκπροσωπούσε την παρθενικότητα και την αγνότητα. Ήταν θεά της εστίας κάθε οικογένειας και η έννοια επεκτείνεται σ' ολόκληρο το κράτος.
Ο Ποσειδώνας, θεός κυρίαρχος της θάλασσας, είναι μορφή ουσιαστικά ελληνική. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας. Ως σύζυγος του Ποσειδώνα αναφέρεται μια θαλάσσια θεότητα η Αμφιτρίτη. Όπως και οι άλλοι Ολύμπιοι θεοί είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες και με θνητές. Η λατρεία του Ποσειδώνα ήταν διαδεδομένη κυρίως στις ναυτικές πόλεις και τις ακτές. Η αφετηρία της λατρείας ήταν η Θεσσαλία. Ονομαστή γιορτή αφιερωμένη στον Ποσειδώνα ήταν τα Ίσθμια. Γενικά η λατρεία του Ποσειδώνα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη σ' όλη την Πελοπόννησο. Το αρχαιότερο από τα αγάλματα του θεού που έχουν διασωθεί χρονολογείται μόλις στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα.
Άδης - Πλούτωνας - Διόνυσος - Δήμητρα
Ο Άδης, ο υποχθόνιος θεός, αδελφός του Δία, δεν έγινε αντικείμενο πολλών μύθων. Δύο φορές βγήκε από το σκοτεινό του βασίλειο: τη μία για την αρπαγή της Περσεφόνης, της κόρης της Δήμητρας και την άλλη, όταν πληγωμένος από τον Ηρακλή, ανέβηκε στον Όλυμπο για να θεραπευτεί από τον Παιήονα. Η προσωπικότητα του Άδη, ως θεού του υποχθόνιου κόσμου και του θανάτου, μετασχηματίστηκε περίεργα. Η εξέλιξη αυτή διαπιστώνεται ως τετελεσμένο γεγονός από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Από τότε προβάλλει ένας καινούριος θεός, ο Πλούτωνας, από τον οποίο εξαρτάται η γονιμότητα της γης.
Καμιά θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο ο Διόνυσος. Περισσότερο διαδεδομένη είναι η εκδοχή ότι γεννήθηκε στη Θήβα από το Δία και τη Σεμέλη. Τη μεγάλη δημοτικότητά του ο Διόνυσος την οφείλει στο γεγονός ότι σ' αυτόν αποδόθηκε η ανακάλυψη του αμπελιού.
Ο Διόνυσος είναι προ παντός θεός του κρασιού, τα πρώτα όμως χρόνια της λατρείας του, τον συνέδεαν με όλη τη φύση. Ο Ευριπίδης τον χαρακτηρίζει "θεό των τέρψεων". Τα Διονύσια γιορτάζονταν σ' όλη την Ελλάδα, τη μεγαλύτερη όμως λαμπρότητα γνώρισαν στην Αττική. Σε όλους σχεδόν τους μύθους ο Διόνυσος εμφανίζεται με θορυβώδη ακολουθία, τις Μαινάδες ή Βάκχες, τους Σατύρους και τους Σειλινούς.
Στο πρόσωπο της Δήμητρας οι Έλληνες τιμούσαν τη γη. Παρήγε και έτρεφε όλα τα όντα. Ότι ζούσε, από αυτήν προερχόταν και σ' αυτήν επέστρεφε. Πολλές γιορτές, πολύ αρχαίες, γίνονταν προς τιμήν της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας. Στην πρώτη γραμμή κατατάσσονται τα Ελευσίνια. Ήταν τα αρχαιότερα ελληνικά μυστήρια και γίνονταν κάθε πέντε χρόνια, αργότερα όμως γίνονταν κάθε τριετία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Το Δέλτα του Πηνειού οριοθετείται μεταξύ τριών ιδιαίτερα σημαντικών μυθικών και ιστορικών τόπων της Ελλάδας, του Ολύμπου, της Όσσας και των Τεμπών και δεν μπορεί παρά να εξετασθεί ιστορικό-αρχαιολογικά σε άμεση συνάρτηση με αυτούς. Η σημαντική γεωγραφική και στρατηγικής σπουδαιότητας θέση, που αποτελούσε το μοναδικό εύκολο πέρασμα από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία, σε συνδυασμό με τους πλούσιους φυσικούς πόρους, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες κατοίκησης της περιοχής γύρω από το Δέλτα του Πηνειού διαχρονικά, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Στους ιστορικούς χρόνους το τελευταίο τμήμα του Πηνειού από τα Τέμπη μέχρι τις εκβολές του αποτελούσε το όριο μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας.
Η Μακεδονική πλευρά του Πηνειού και η ευρύτερη περιοχή του Κάτω Ολύμπου ανήκε ως τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα στην επικράτεια της πόλης του Ηρακλείου, που τοποθετείται στο λόφο όπου βρίσκεται το κάστρο του Πλαταμώνα
Στη θέση αυτή η κατοίκηση ήταν συνεχής από τους Γεωμετρικούς τουλάχιστον χρόνους και έως τους μεταβυζαντινούς. Η πόλη, με το όνομα Ηράκλειο στους αρχαίους και Πλαταμών στους βυζαντινούς χρόνους ήταν το κέντρο της πολιτικής, διοικητικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής οργάνωσης του χώρου του ανατολικού Κάτω Ολύμπου.
Σε αυτήν την επικράτεια ανήκαν στην αρχαιότητα οι περιοχές των σημερινών Δ.Δ. Ραψάνης, Κρανιάς, Πυργετού, Αιγάνης.
Το αρχαίο Ηράκλειο ήταν κτισμένο ‘’κατά κώμας’’ με μικρούς δορυφορικούς οικισμούς ή αγροικίες. Ορισμένες από αυτές τις θέσεις έχουν επισημανθεί στο νοτιότερο τμήμα της επικράτειας προς την περιοχή Αιγάνης- Πυργετού. Φαίνεται όμως ότι στον 3ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν προστριβές με τους κατοίκους της γειτονικής πόλης των Γόνων για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής κοντά στον Πηνειό, οι οποίες τελικά λύθηκαν με την παρέμβαση του βασιλιά της Μακεδονίας.
Για την καλύτερη φύλαξη και έλεγχο της διάβασης των Τεμπών προς τη Μακεδονία, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος ο Β, γιος του Αντίγονου Γονατά ‘’έκτισε’’ την πόλη Φίλα ‘’επί του Πηνειού ποταμού’’, όπως αναφέρει ο Στέφανος ο Βυζάντιος δηλαδή στο νοτιότερο τμήμα της επικράτειας του Ηρακλείου.
Η πόλη αυτή, που αναφέρεται επανειλημμένα στις περιγραφές των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων ιδιαίτερα στη διάρκεια του λεγόμενου 3ου Μακεδονικού πολέμου ( 171-168 π.Χ.), τοποθετήθηκε κατά καιρούς από τους ερευνητές σε διάφορες θέσεις βόρεια των Τεμπών.
Με σχετική ανακοίνωση σε πρόσφατο διεθνές αρχαιολογικό Συνέδριο (Μεσόγειος 100 ιστορικοί τόποι – 2η συνάντηση- Θεσσαλονίκη 1992) η αρχαία Φίλα ταυτίστηκε από την αρχαιολόγο Δ. Χατζή- Βαλλιάνου στη θέση ‘’ Λόφος Καράλη’’ της κοινοτικής περιοχής Αιγάνης μεταξύ της εθνικής οδού και της σιδηροδρομικής γραμμής Λάρισας – Κατερίνης. Σύμφωνα με την ίδια αρχαιολόγο, στην κορυφή της ανατολικής πλευράς του λόφου Καράλη διακρίνονται επιφανειακά δόμοι από υπερμεγέθεις γωνιόλιθους και σκόρπια δομικά υλικά, πιθανά ίχνη ακρόπολης, όπως επίσης και άλλα δομικά υλικά, τοίχοι κτιρίων και άφθονη κεραμική, σε μεγάλη έκταση βόρεια και ανατολικά της πιθανής ακρόπολης. Η υπάρχουσα πηγή Καράλη, με βέβαιη την ύπαρξη της και στην αρχαιότητα, αναφέρεται ως ένας επιπλέον λόγος επιλογής της θέσης για κατοίκηση.
Στις 2 Αυγούστου του 1913, κατάφεραν άνθρωποι να ανέβουν στο Μύτικα. Μέχρι τότε κρατούσε το άβατο αφού νωρίτερα πολλές προσπάθειες για την προσέγγιση της κορφής ήταν αποτυχημένες
Οι πρώτοι άνθρωποι που ανέβηκαν στο Μύτικα ήταν ο Χρήστος Κάκαλος, ο Frederic Boisonas και ο Daniel Baud Bovy στις 2 Αυγούστου του 1913.
Μέχρι τότε κρατούσε το άβατο αφού νωρίτερα πολλές προσπάθειες για την προσέγγιση της κορφής ήταν αποτυχημένες. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην άγνοια που είχαν για το ποια ήταν τελικά η ψηλότερη κορφή.
Ο Γερμανός γεωγράφος Βarth ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ποια ήταν η ψηλότερη κορφή του Ολύμπου το 1862, όταν ανέβηκε από\' τον Κοκκινοπλό στο Σκολιό, στον Προφήτη Ηλία και στον ΄Αγιο Αντώνιο.
Τραγική είναι η ιστορία του Γερμανού Ed Richter όταν το Μάιο του 1909, ανεβαίνει στον ΄Αγιο Αντώνιο αλλά σταματά απ' το πυκνό χιόνι. Την επόμενη χρονιά προσπαθεί και φτάνει μέχρι τη Σκάλα. Στην τρίτη αποστολή αιχμαλωτίζεται από ληστές και ταλαιπωρημένος απελευθερώνεται μετά από διαπραγματεύσεις.
Το όνειρο όμως του Richter πραγματοποιεί ο γιος του το 1914, ο οποίος όμως αργότερα, πέφτει με αεροπλάνο στον Όλυμπο και σκοτώνεται στο σημείο που είχε αιχμαλωτιστεί ο πατέρας του.
Η πρώτη χειμερινή ανάβαση στο Μύτικα έγινε από τους Dorier, Ιωαννίδη, Νάτση, στις 20 Μαρτίου του 1931. Το Στεφάνι, η πιο απόκρημνη κορφή (2.909 μ.) πατήθηκε για πρώτη φορά στις 12 Αυγούστου του 1921 από το Χρήστο Κάκαλο και τον Ελβετό αλπινιστή Marcel Kurz. Μεγάλη μορφή όμως του Ολύμπου υπήρξε ο Βασίλης Ιθακήσιος.

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
ΔΙΟΝ
Μία από τις πιο ξακουστές αρχαίες μακεδονικές πολιτείες. Βρισκόταν στο νομό Πιερίας, στους ανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου, εκεί όπου σήμερα υπάρχει το ομώνυμο χωριό. Ο χρόνος της ίδρυσής του είναι άγνωστος προς το παρόν, ενώ το όνομά του αποδίδεται στο Δία. Ο Δίας ήταν και προστάτης θεός του Δίου. Κάθε χρόνο τελούνταν γιορτή προς τιμή του θεού, τα "Δία", με κέντρο το ναό του Δία, που ήταν χτισμένος στην πόλη.
Η ακμή της πόλης αρχίζει τον 5ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Αρχέλαος, που θεωρώντας το Δίον ως ιερή πόλη, συνδεμένη με τη μυθολογία του Ολύμπου, τη διάλεξε και την έκανε πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο στη Μακεδονία, αντίστοιχο με τους Δελφούς και την Ολυμπία. Χτίστηκαν ναοί, στάδιο, θέατρο, τοποθετήθηκαν αγάλματα. Κάθε χρόνο, στη γιορτή των "Δίων", οι Έλληνες διαγωνίζονταν στον αθλητισμό, στη μουσική, στη δραματική τέχνη. Ο βασιλιάς Φίλιππος διοργάνωσε αγώνες "Ολύμπια" τιμώντας τους θεούς.
Ο Μ. Αλέξανδρος, πριν ξεκινήσει για τη μεγάλη του εκστρατεία στην Ασία, τέλεσε μεγάλες θυσίες στο Δίον προς τιμή των θεών και των μουσών. Μετά την κατάλυση του Μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους, τα μνημεία που λάμπρυναν το Δίον μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Στα χριστιανικά χρόνια το Δίον έγινε επισκοπική έδρα. Το 14ο αι. Οι Τούρκοι εισβολείς το κατέστρεψαν και το λεηλάτησαν.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αγάλματα, αγγεία, επιγραφές, κυρίως της ρωμαϊκής εποχής. Στον Αρχαιολογικό χώρο μπορεί να θαυμάσει κανείς ερείπια της αρχαίας πόλης με σπίτια, ναούς, υδραγωγεία και το αρχαίο θέατρο του Δίου όπου το καλοκαίρι δίνονται παραστάσεις.Σημαντικά ευρήματα υπάρχουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Δίου.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΜΩΝΑ
Το Κάστρο του Πλαταμώνα, είναι κάστρο - πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου, (10ος μ.Χ αιώνας) και είναι κτισμένο νοτιανατολικά του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο.
Ανασκαφή του 1995 εντόπισε ίχνη ελληνιστικού τείχους (4ος αιώνας) που επιβεβαιώνουν τις απόψεις ότι στη θέση αυτή υπήρχε η αρχαία πόλη Ηράκλειο, "πρώτη πόλις Μακεδονίας..." μετά τα Τέμπη σύμφωνα με πηγή του 360 πΧ. Το Βυζαντινό τείχος συντηρήθηκε από τους Φράγκους μετά το 1204 και τους βυζαντινούς τον 14ο αιώνα. Το φρούριο του Πλαταμώνα ήταν το βασικότερο στήριγμα του δεσποτάτου της Ηπείρου στην περιοχή.
Αργότερα καταλαμβάνεται από τους Τούρκους, που επίσης επισκευάζουν αλλά εξακολουθεί να κατοικείται από Χριστιανούς. Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίζεται από τα γερμανικά στρατεύματα.
Σημαντικά ευρήματα αποτελούν ο βυζαντινός ναός του 10ου - 11ου αιώνα,οι οικίες 10ου αιώνα,ο ναός του 18ου αιώνα, το τμήμα ελληνιστικού τείχους και η πύλη στο τείχος του ακροπυργίου.

ΠΥΔΝΑ
Η σπουδαιότερη αρχαία πόλη της Πιερίας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μακεδονίας, χάρη στο λιμάνι της και τη στρατηγική της θέση. Ελληνική πόλη, ελεύθερη και ανεξάρτητη αρχικά, αναδείχτηκε, ως εμπορικό κέντρο μεγάλης σημασίας.
Η πρώτη κατοίκηση του χώρου χρονολογείται στο τέλος της ύστερης εποχής του χαλκού. Ο οικισμός επεκτάθηκε σημαντικά ενώ η περίοδος της μεγάλης ακμής της Πύδνας έρχεται στα χρόνια των Μακεδόνων βασιλιάδων.
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκας ο Α΄ (700 - 652 π.Χ.), αποσκοπώντας στην ανάπτυξη του μακεδονικού εμπορίου, κατόρθωσε να την κατακτήσει και παρέμεινε κάτω από τη μακεδονική κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρχέλαου (413 - 399) οι Πυδναίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους έδιναν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Αθηναίους και να απαλλαγούν από τη μακεδονική κυριαρχία. Η απόπειρά τους όμως απέτυχε και ο Αρχέλαος τους ανάγκασε να φύγουν (410 - 409). Μετά το θάνατο του Αρχέλαου οι διαμάχες των Μακεδόνων για τη διαδοχή έδωσαν μια καλύτερη ευκαιρία στους Πυδναίους. Συμμάχησαν με τους Αθηναίους, απαλλάχτηκαν από την κυριαρχία των Μακεδόνων και επέστρεψαν στην Πύδνα. Η ανεξαρτησία της όμως δεν κράτησε πολύ. Το 357 ο Φίλιππος, παρά τη γενναία αντίσταση των Πυδναίων, την κυρίευσε ξανά. Η νέα φάση της μακεδονικής κυριαρχίας δε μείωσε όμως στο παραμικρό τη λάμψη και τον πλούτο της. Το τέλος ήρθε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 168 π.Χ. Ο Αιμίλιος Παύλος αφού νίκησε τον Περσέα παρέδωσε την Πύδνα στη λεηλασία. Η Πύδνα έχασε για πάντα την αρχική της σπουδαιότητα.
Με τις ανασκαφές της που άρχισαν μόλις πριν λίγα χρόνια αποκαλύφτηκαν εκατοντάδες τάφοι της πρώιμης εποχής του σιδήρου, της κλασικής, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Πολλοί από τους τάφους ήταν ασύλητοι και έδωσαν πλούσια ευρήματα όπως, σιδερένια και χάλκινα όπλα, κοσμήματα από χρυσό, ασήμι και χαλκό, πήλινα, γυάλινα, ασημένια και ορειχάλκινα αγγεία, πήλινα ειδώλια, νομίσματα κ.ά. Πρόκειται για μερικά από τα πιο αξιόλογα σύνολα ευρημάτων που έχουμε τα τελευταία χρόνια από το χώρο της Μακεδονίας.
Στην περιοχή του Ολύμπου υπάρχουν και αρκετά χριστιανικά μνημεία, ανάμεσά τους και το υψηλότερο ξωκλήσι της Ορθοδοξίας, αυτό του Προφήτη Ηλία, στην ομώνυμη κορυφή (2.803m). Κτίστηκε τον 16ο αιώνα από τον Όσιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω, που ίδρυσε και την σημαντικότερη Μονή της περιοχής.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Η Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω είναι η σημαντικότερη ίσως Μονή στο νομό Πιερίας και υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. Βρίσκεται στον Όλυμπο, σε υψόμετρο 900μ. σε θέση φύσει οχυρή ανάμεσα σε δύο ρέματα και απέχει 18 χιλιόμετρα από το Λιτόχωρο. Κοντά στη σημερινή θέση της Μονής Αγίου Διονυσίου βρίσκουμε και τη γραφική τοποθεσία Μύλοι, που έλαβε την ονομασία της από το νερόμυλο, ο οποίος είναι ακόμα σε λειτουργία και έχει διαμορφωθεί σε χώρο αναψυχής.
Η Παλιά Μονή ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική ακμή. Μετά το 1821 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943 ανατινάχθηκε από τους Ναζί επειδή στα κτίριά της κρύβονταν Έλληνες αντάρτες. Έκτοτε μεταφέρθηκε στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο. Μέχρι το 1928 το Μοναστήρι ήταν Σταυροπηγιακό, Πατριαρχικό υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Το 1928 υπήχθη στις Νέες Χώρες.
Σήμερα αναπτύσσει πλούσια πνευματική και φιλανθρωπική δραστηριότητα, με ολοήμερες εξομολογήσεις και πνευματικές διδαχές κάθε Κυριακή πρωί μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπως επίσης διαλόγους, συνέδρια και ολονύκτιες αγρυπνίες. Πανηγυρίζει στις 23 Ιανουαρίου, που είναι και η ημέρα μνήμης του Αγίου Διονυσίου. Επίσης, στις 14 Σεπτεμβρίου τελείται η τοπική εορτή του Σταυρού, στην Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω γύρω στο 1542, επί Πατριάρχη Ιερεμία του Β' (1522-1546) και όταν ήταν Σουλτάνος ο Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Ο Άγιος, επιστρέφοντας από το Πήλιο, έλαβε από τον Τούρκο Αγά της περιοχής την άδεια να κτίσει ελεύθερα μοναστήρι και μάλιστα του δόθηκε και η κυριότητα της περιοχής.
Ο Διονύσιος εν Ολύμπω έχτισε κελιά, παρεκκλήσια και μύλους ενώ φρόντισε για τον εμπλουτισμό του μοναστηριού με κειμήλια, λείψανα αγίων, εικόνες (ήταν ο ίδιος αγιογράφος), με βιβλιοθήκη πατερικών κειμένων και έγραψε κανονισμούς για την ομαλή λειτουργία της Μονής. Σύντομα τον ακολούθησαν στο Μοναστήρι πολλοί μοναχοί, καθώς η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε με τα θαύματά του και τη λιτή αλλά χριστιανική ζωή του. Έπειτα από 35 χρόνια σχεδόν από την ίδρυση της Μονής, έχουμε γραπτή μαρτυρία για την ακτινοβολία που εξέπεμπε σε επιστολή του Θεοδόσιου Ζυγομαλά προς το Στέφανο Γκέρλαχ, καταδεικνύοντας τον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μοναχών που υπήρχαν στη μονή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την ίδρυσή της.
Ο Άγιος Διονύσιος επιδόθηκε σε τριπλή εργασία μέχρι το θάνατό του. Έκανε περιοδείες στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, διδάσκοντας και εξομολογώντας αλλά και στήριζε τον υπόδουλο ελληνισμό, ενθαρρύνοντας την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Ο βιογράφος του Δαμασκηνός Ρεντίνης αναφέρει [4]χαρακτηριστικά ότι ο Άγιος εργαζόταν για όλα αυτά.
Ο Όσιος απεβίωσε εκεί στις 23 Ιανουαρίου και είναι άγνωστο το πια χρονολογία έγινε αυτό. Τάφηκε στο αριστερό παρεκκλήσι του Καθολικού της Μονής, όπου σώζεται ο τάφος του μέχρι και σήμερα. Αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο.
Το μοναστήρι δέχθηκε την οργή των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά αλλά και των Τούρκων και Γερμανών αργότερα. Οι πολλές πυργκαγιές και καταστροφές που υπέστη η μονή έχουν καταστήσει άγνωστη την ιστορία της το 17ο και 18ο αιώνα.
Το 1790-91 κάηκε από πυρκαγιά, όπως αναφέρεται στην αλληλογραφία των πατέρων της Μονής με τον επίσκοπο Καμπανίας Θεόφιλο, αδελφό διατελέσαντα της Μονής του 'Ολύμπου και καυχώμενον δια τον τίτλο του " Ώλυμπίτου". Την περίοδο της Επανάστασης του 1821 η Μονή πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, όπως μνημονεύει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος[5]. Από τις πυρκαγιές αυτές καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης, των κειμηλίων και των υπαρχόντων στη Μονή. Πολλά από αυτά τα έκαψαν οι ίδιοι οι μοναχοί από το φόβο τους το 1878 κατά την Επανάσταση του Ολύμπου.
Το μοναστήρι από πολύ παλιά αποτέλεσε κέντρο όλων των κλεφτών και αρματολών του Ολύμπου, αλλά και την έδρα των επαναστατικών κυβερνήσεων, κατά το 1821, 1828 και 1878. Κατά την εξέγερση του 1878, στη μονή κατέφυγαν τα γυναικόπαιδα από το Λιτόχωρο και μεγάλη ήταν η βοήθειά της στον αγώνα για την Απελευθέρωση, στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1897) και επίσης κατά το Μακεδονικό Αγώνα.
Στα χρόνια της Ναζιστικής κατοχής, το μοναστήρι δέχθηκε το τελευταίο πλήγμα με το βομβαρδισμό του από τους Γερμανούς και την ανατίναξη των κτηρίων του (διασώθηκε μόνο το ηγουμενείο), επειδή σε αυτά είχαν καταφύγει αντάρτες. Έπειτα μεταφέρθηκε στο Μετόχι ή Σκάλα, που υπάρχει από το 18ο αιώνα, κοντά στο Λιτόχωρο. Το εν λόγω Μετόχι αναφέρεται σε σιγγίλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1753.
Σήμερα το Μοναστήρι λειτουργεί ως ανδρώα κοινοβιακή Μονή με καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Μάξιμο Κυρίτση και με 24 μοναχούς.
Μέσα στο μοναστήρι, σε πρόσφατα ανακαινισμένο κτήριο του 1860 λειτουργεί και το νέο σκευοφυλάκιο (Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο), το οποίο εγκαινιάστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις 29 Μαΐου 1999. Σε αυτό φυλάσσονται εκκλησιαστικά κειμήλια μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας. Ενδεικτικά αναφέρονται εικόνες του 15ου-19ου αιώνα, πατριαρχικά σιγγίλια, κεντητά άμφια, πατριαρχικοί σταυροί, τμήμα Τιμίου Ξύλου, άγια λείψανα και παλαιά χειρόγραφα. Από αυτά γνωρίζουμε σήμερα πολλά στοιχεία για την Ιστορία της Μονής.
Η Μονή προσπαθεί και ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα το αγιορείτικο τυπικό, σε σημείο που να μπορούν να πουν και οι γυναίκες που εκκλησιάζονται στο εξωτερικό καθολικό της Μονής (γιατί η Μονή διατηρεί το άβατο) ότι επισκέφθηκαν και λειτουργήθηκαν σε ένα αγιορείτικο Μοναστήρι.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΠΑΡΜΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Η Μονή είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1000 μ. στη νότια πλευρά του Ολύμπου. Ιδρύθηκε το 13ο αι., έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες, ανέδειξε αξιόλογους λόγιους μοναχούς (όπως ο Ιωνάς Σπαρμιώτης) και υπήρξε καταφύγιο κλεφτών και ανταρτών του Ολύμπου.
Η κάτοψη του μοναστηριακού συγκροτήματος είναι ορθογώνια. Στο κέντρο του βρίσκεται το κατάγραφο Καθολικό, μονόχωρη βασιλική με λιτή και τοιχογραφίες της «Κρητικής Σχολής». Έχει δυο παρεκκλήσια.
Εντός: του Αγ. Χαραλάμπους με τοιχογραφίες του 1756 και του Τιμίου Προδρόμου.
Εκτός: Των Αγίων Πάντων(τοιχογραφίες του 18ου αιώνα) και της Αγίας Ζώνης.
Γνώρισε μεγάλη ακμή το 18ο αιώνα, οπότε και είχε πολυάριθμη αδελφότητα. Σύμφωνα με την παράδοση, πολλοί από τους μοναχούς της μονής υπήρξαν δάσκαλοι σε κρυφά σχολειά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε όλη την Ελλάδα. Βοήθησε ποικιλοτρόπως τους κλέφτες και αρματολούς του Ολύμπου και ενίσχυσε οικονομικά τη Σχολή της Τσαριτσάνης.
Η μονή ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια και αναβιώνει με μοναστική αδελφότητα. Σήμερα στεγάζει Μουσείο εκκλησιαστικών κειμηλίων.
Γιορτάζει τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, του Αγ. Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου) και της Αγ. Ζώνης (31 Αυγούστου).
Απέχει 28 χιλιόμετρα από την Ελασσόνα και διακλάδωση του δρόμου της Μονής οδηγεί στο χιονοδρομικό κέντρο Ολύμπου.

ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΟ ΣΠΑΡΜΟ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ.

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Όλυμπος σημαίνει φωτεινός, αστραφτερός. Είναι το ψηλότερο βουνό (2917 μ.) της Ελλάδας και αποτελεί το σύμβολο του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπου στις γεμάτες μεγαλείο κορυφές του η φαντασία των αρχαίων Ελλήνων τοποθέτησε την κατοικία των δώδεκα Θεών της αρχαιότητας. Κάτω από τις κορυφές του έβαλε τις μούσες. . Ο συμπαγής ορεινός του όγκος δεσπόζει επιβλητικός στα όρια Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας. Ο Όλυμπος είναι παγκόσμια γνωστός για τα οικολογικά χαρακτηριστικά του και τη μοναδικότητα της φύσης του και το 1981 από την UNESCO διατηρητέο τμήμα της παγκόσμιας βιόσφαιρας, γεγονός που αποδεικνύει την σημασία του στη ζωή της ανθρωπότητας. Το 1985 έχει κηρυχθεί “αρχαιολογικός και ιστορικός τόπος” αφού το φυσικό περιβάλλον συνδυάζεται με εκτεταμένα δείγματα ιστορικού – ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Είναι γνωστές από την αρχαιότητα οι πόλεις Πίμπλεια, Ηράκλειον, Πιερίς.
Ο Όλυμπος αποτελεί το εθνικό πάρκο της Ελλάδας. Η χλωρίδα και η πανίδα του παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, καθώς πολλά είδη του φυτικού και ζωϊκού βασιλείου τα συναντά κανείς μόνο στο ιερό βουνό. Η βλάστηση είναι διαρθρωμένη σε τέσσερις διαδοχικές ζώνες, ανάμεσα στις οποίες δεν υπάρχουν σαφή όρια, ενώ παρουσιάζουν πολλές ανακατατάξεις που οφείλονται στην ποικιλία του ανάγλυφου και του μικροκλίματος. Η πρώτη ζώνη (300μ. ως 500μ.), είναι γεμάτη από τα αειθαλή πλατύφυλλα (βελανιδιές, καστανιές). Η δεύτερη (600μ. ως 1700μ.), είναι καθαρά δασική (οξυές, έλατα). Από τα 1700μ. ως τα 2000μ. εμφανίζεται η Τρίτη ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων. Τέλος, η τέταρτη ζώνη, η εξωδασική αλπική, φτάνει ως τις κορυφές και περιλαμβάνει ποώδη βλάστηση με σπάνια είδη φυτών καθώς ο κάθε επισκέπτη, πεζοπόρος, ορειβάτης, ποδηλάτης και επιστήμονας που διασχίζει τον Εθνικό Δρυμό, μέσα από το διεθνές μονοπάτι Ε4, θα δει και θα θαυμάσει την ποικιλία της βλάστησης, τους καταρράχτες του Ενιπέα, το καταφύγιο του Σταυρού και το εναλλασσόμενο τοπίο.
Δίπλα στον Όλυμπο, με βορειοδυτική κατεύθυνση κλείνοντας σε μια καταπράσινη αγκαλιά την πιερική γη, απλώνονται τα μυθικά ΠιέριαΣτα Πιέρια η μαγεία της φύσης συνδυάζεται με την παράδοση. Η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα είναι αρμονικά δεμένη με το φυσικό τοπίο και δίνει την εικόνα της ιδανικής συμβίωσης.

Γεωλογία
Ο Όλυμπος είναι ένα συμπαγές, σχετικά μικρό σε έκταση (600 τετραγωνικά χιλιόμετρα) αλλά πολύκορφο και βραχώδες βουνό με σχεδόν κυκλικό σχήμα Από τα σχετικά νεώτερα βουνά μας, αφού η ηλικία των κυρίως πετρωμάτων του υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τα 200.000.000 χρόνια, όταν το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας -και της Μεσογείου- βρισκόταν στον πυθμένα μιας ρηχής θάλασσας, όπου αποτέθηκαν τα κύρια υλικά, από τα οποία αργότερα σχηματίσθηκαν τα σημερινά πετρώματα. Τα διάφορα γεωλογικά γεγονότα που ακολούθησαν, προκάλεσαν την ανάδυση όλης της περιοχής και τον βυθό της Θάλασσας. Πριν από 1.000.000 χρόνια οι παγετώνες κάλυψαν τον Όλυμπο και δημιούργησαν τα πλατώματα και τα κοιλώματα του βουνού. Με την άνοδο της Θερμοκρασίας που ακολούθησε οι πάγοι έλιωσαν, και οι χείμαρροι που δημιουργήθηκαν παρέσυραν μεγάλες ποσότητες Θρυμματισμένων πετρωμάτων στα χαμηλότερα σημεία σχηματίζοντας τα αλλουβιακά ριπίδια που απλώνονται σ' ολόκληρη την περιοχή από τους πρόποδες του βουνού μέχρι την θάλασσα.
Μορφολογία
Η πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της περιοχής καταφαίνεται και από την μορφολογία του Εθνικού Δρυμού και όλου του Ολύμπου: Χαρακτηριστικό του είναι οι βαθιές χαράδρες και οι δεκάδες ομαλές κορυφές, αρκετές από τις οποίες με υψόμετρο πάνω από 2.000m, όπως ο Άγιος Αντώνιος (2.815m),ο Καλόγερος (2.700m), η Τούμπα (2.801m) και ο Προφήτης Ηλίας (2.803m). Ωστόσο, οι κεντρικές, σχεδόν κάθετες βραχώδεις κορυφές είναι αυτές που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη, στο ύψος του Λιτόχωρου όπου το ανάγλυφο του βουνού διαγράφει στον ορίζοντα ένα εμφανές «V» ανάμεσα σε δύο σχεδόν ισοϋψείς κορυφές: Στο αριστερό σκέλος είναι η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, ο Μύτικας («Πάνθεον» - 2.918m) ενώ στο δεξιό, το Στεφάνι, («Θρόνος Διός» – 2.909m) συνιστά την πιο εντυπωσιακή και απόκρημνη κορυφή του Ολύμπου, με τα τελευταία 200m, που υψώνονται κατακόρυφα, να είναι τα πιο απαιτητικά στην ανάβαση. Νοτιότερα, το Σκολιό ( 2η σε ύψος κορυφή με 2.912m ), ολοκληρώνει ένα τόξο περίπου 200 μοιρών, με τις ορθοπλαγιές να σχηματίζουν στη δυτική πλευρά ως τείχος μια εντυπωσιακή βαραθρώδη αμφιθεατρική κοιλότητα βάθους 700m και περιφέρειας 1.000m: τα «Μεγάλα Καζάνια». Στην ανατολική πλευρά των ψηλών κορυφών, οι απότομες πλαγιές τους σχηματίζουν παράλληλες ζωνοειδείς πτυχώσεις, τα «Ζωνάρια». Από εκεί, ακόμα στενότερες και απότομες χαρακώσεις, τα «Λούκια» οδηγούν στην κορυφή.

Τα Καζάνια του Ολύμπου
Στη βόρεια πλευρά, ανάμεσα στο Στεφάνι και τον Προφήτη Ηλία, εκτείνεται το «Οροπέδιο των Μουσών» στα 2.550m ενώ νοτιότερα, στο κέντρο σχεδόν του ορεινού όγκου, συναντάμε το εκτεταμένο αλπικό λιβάδι της Μπάρας σε υψόμετρο 2.350m.
Οι πολλές χαράδρες και ρεματιές δίνουν στον Όλυμπο μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς. Χαρακτηριστικότερες χαράδρες αυτή του Μαυρόλογγου-Ενιπέα (14km) και του Μαυρατζά-Σπαρμού (13km) που ενώνονται σχεδόν στη θέση Μπάρα και «κόβουν» τον ορεινό όγκο σε δύο ελλειψοειδή τμήματα. Στους νότιους πρόποδες, η μεγάλη ρεματιά της Ζιλιάνας, μήκους 13km αποτελεί φυσικό σύνορο που χωρίζει το βουνό από τον Κάτω Όλυμπο. Επίσης υπάρχουν αρκετά βάραθρα καθώς και μια σειρά από σπήλαια, πολλά από τα οποία μένουν ακόμα ανεξερεύνητα. Η φύση και η διάταξη των πετρωμάτων σε συνδυασμό με το κλίμα ευνοούν την εμφάνιση πολλών πηγών, κυρίως κάτω από τα 2.000m, μικρών εποχιακών λιμνών και χειμάρρων, και ενός μικρού ποταμού, του Ενιπέα, που οι πηγές του βρίσκονται στη θέση Πριόνια και οι εκβολές του στο Αιγαίο.
Κατάκτηση των Κορυφών
Στις κορυφές του Ολύμπου, «Πάνθεον» και «Θρόνο Διός» (Μύτικα και Στεφάνι αντίστοιχα), όπου τοποθέτησαν την κατοικία του Δωδεκάθεου, οι αρχαίοι πιθανότατα δεν επιχείρησαν ποτέ να πατήσουν, όπως φανερώνει η απουσία σχετικών στοιχείων. Φθάνανε όμως σίγουρα μέχρι την πλησιέστερη κορυφή, που σήμερα καλούμε Άγιο Αντώνιο, απ’όπου είχαν οπτική επαφή με την κορυφή και εκεί αφήναν τα αφιερώματά τους, όπως μαρτυρούν σχετικά πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα.
Τα νεώτερα χρόνια μια σειρά εξερευνητών προσπάθησε να μελετήσει το βουνό και να κατακτήσει, ανεπιτυχώς, την κορυφή του: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Γάλλο αρχαιολόγο Leon Heuzey (1855), τον Γερμανό γεωγράφο Heinrich Barth (1862) και τον Γερμανό μηχανικό Edwart Richter, που το 1911, προσπαθώντας να κατακτήσει την κορυφή θα πιαστεί αιχμάλωτος από ληστές, που πιθανότατα είχαν πολιτικά κίνητρα, καθώς η περιοχή βρισκόταν ακόμα υπό τουρκικό ζυγό. Ήταν ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, στις 2 Αυγούστου 1913, που κατακτήθηκε η απάτητη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- κορφή του Ολύμπου. Οι Ελβετοί Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy, με τη βοήθεια ενός κυνηγού αγριοκάτσικων από το Λιτόχωρο, του Χρήστου Κάκαλου, έγραψαν το όνομά τους στην ιστορία της ψηλότερης κορυφής της Ελλάδας. Ο Κάκαλος, που είχε μεγάλη εμπειρία στον Όλυμπο, ήταν και ο πρώτος από τους τρείς που σκαρφάλωσε στο Μύτικα. Στη συνέχεια και μέχρι το θάνατό του, το 1976, θα γίνει ο επίσημος οδηγός του Ολύμπου. Μαζί του θα κατακτήσει το 1921 ο Ελβετός Marcel Kurz τη δεύτερη κορυφή του Ολύμπου, το Στεφάνι.
Αποτέλεσμα των εξερευνήσεων του Kurz ήταν η έκδοση, το 1923, του θαυμάσιου βιβλίου «Le Monte Olympé» που περιελάμβανε και τον πρώτο λεπτομερή χάρτη των κορυφών. Το 1928 θα ανεβεί με τον Κάκαλο στον Όλυμπο και ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος, φθάνοντας στη σπηλιά που θα ονομάσει «Άσυλο των Μουσών» και θα περάσει πολλά καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας θέματα από το βουνό. Αργότερα, ο Όλυμπος θα φωτογραφηθεί και θα χαρτογραφηθεί αναλυτικά ενώ στις πιο απόκρημνες κορυφές του θα λάβουν χώρα μια σειρά από επιτυχημένες αναρριχήσεις καθώς και χειμερινές αναβάσεις υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες.

Κλίμα - Καιρός
Σε γενικές γραμμές το κλίμα στον Όλυμπο μπορεί να χαρακτηριστεί μεσογειακού τύπου με ηπειρωτική επίδραση. Οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της θάλασσας και του έντονου ανάγλυφου της περιοχής.
Στις χαμηλότερες περιοχές (Λιτόχωρο και πρόποδες) το κλίμα είναι τυπικά μεσογειακό, δηλαδή θερμό και ξηρό το καλοκαίρι – υγρό και ψυχρό τον χειμώνα. Στις υψηλότερες περιοχές είναι πιο υγρό και πιο τραχύ, με εντονότερα φαινόμενα: σ' αυτές τις περιοχές πέφτει συχνά χιόνι όλο το χειμώνα, ενώ η βροχή και το χιόνι είναι συνηθισμένα φαινόμενα και το καλοκαίρι. Η θερμοκρασία κυμαίνεται το χειμώνα από -10°C μέχρι 20°C και το καλοκαίρι γενικά από 0°C μέχρι 20°C, ενώ οι άνεμοι είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, κάθε 200m υψόμετρου η θερμοκρασία πέφτει κατά 1°C. Όσο ανεβαίνει το υψόμετρο, τα φαινόμενα γίνονται εντονότερα και οι διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και την υγρασία συχνά απότομες. Οι παραθαλάσσιες βορειανατολικές πλευρές του Ολύμπου δέχονται περισσότερες βροχές από τις ηπειρωτικές νοτιοδυτικές, με αποτέλεσμα σαφή διαφορά στη βλάστηση, που είναι πλουσιότερη στις πρώτες. Ο πιο θερμός μήνας είναι ο Αύγουστος ενώ ο πιο ψυχρός ο Φεβρουάριος.
Η ψηλότερη ζώνη του βουνού, πάνω από τα 2.000m, καλύπτεται από χιόνια για επτά περίπου μήνες (Σεπτέμβριο - Μάιο). Σε ορισμένα σημεία οι άνεμοι συγκεντρώνουν χιόνι πάχους 8-10 μέτρων (ανεμοσούρια), ενώ σε μερικές βαθιές χαράδρες το χιόνι διατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έτους (αιώνιο χιόνι). Για την αλπική αυτή περιοχή του Ολύμπου έγιναν μετρήσεις τη δεκαετία του 1960 από το πρώτο ορεινό μετεωροσκοπείο στην Ελλάδα, που λειτούργησε στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.815m), παρέχοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία για το κλίμα του βουνού. Η μέση θερμοκρασία είναι -5°C το χειμώνα και 10°C το καλοκαίρι. Τα μέσα ετήσια βροχομετρικά ύψη κυμαίνονται από 149cm στα Πριόνια (1.100m) έως 170cm στον Άγιο Αντώνιο, από τα οποία τα μισά περίπου είναι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις-χαλαζοπτώσεις και τα υπόλοιπα χειμερινές χιονοπτώσεις. Μέσα στην ίδια ημέρα ο καιρός μπορεί να αλλάξει αρκετές φορές.
Τους καλοκαιρινούς μήνες οι βροχοπτώσεις είναι πολύ συχνές και συνήθως εκδηλώνονται ως απογευματινές καταιγίδες, που αρκετές φορές συνοδεύονται από χαλαζόπτωση και ισχυρούς ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, οι πηγές νερού πάνω από τα 2.000m είναι σπάνιες και οι επισκέπτες θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να έχουν πάντα μαζί τους νερό και φυσικά τον απαραίτητο ρουχισμό για κάθε καιρικό ενδεχόμενο.
Πρόσβαση στην περιοχή
Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου βρίσκεται στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας και η προσπέλασή του είναι εύκολη από το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Θεσσαλονίκης και από επαρχιακούς δρόμους που συνδέουν τις πόλεις και χωριά γύρω από το βουνό, με κυριότερη βάση για τις εξορμήσεις τη γραφική κωμόπολη του Λιτόχωρου, όπου λειτουργούν αρκετά ξενοδοχεία και ταβέρνες. Επίσης, στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας υπάρχουν πολλά κάμπινγκ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το πλησιέστερο διεθνές αεροδρόμιο είναι αυτό της Θεσσαλονίκης και οι κοντινότεροι στον Όλυμπο σιδηροδρομικοί σταθμοί λειτουργούν στην Κατερίνη και τη Λεπτοκαρυά. Υπάρχουν συχνά δρομολόγια των λεωφορείων ΚΤΕΛ ενώ η πιάτσα των Ταξί βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Λιτόχωρου

ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ Ε4
Ξεκινώντας από τους πρόποδες του Ολύμπου, συναντάμε κυρίως χαμηλούς θάμνους με χαρακτηριστικότερο όλων το θυμάρι. Λίγο πιο ψηλά, στα 300 - 700μ. συναντάμε τη δεύτερη ζώνη βλάστησης, τη λεγόμενη "μακία" η οποία αποτελείται κυρίως από πουρνάρια, κουμαριές, βατομουριές, πλατάνια, σφενδάμια, παλιούρια, λεύκες, ιτιές και ρείκια. Ανεβαίνοντας πιο πάνω και φτάνοντας μέχρι τα 2000μ. διαπιστώνουμε ότι η χλωρίδα του Ολύμπου είναι κυρίως δασική.
Κυριαρχεί το πεύκο (πασίγνωστο το "ρόμπολο", το πεύκο του Ολύμπου) ενώ συναντάμε μεμονωμένα άλλα είδη δέντρων όπως κρανέες, πτελεές, έλατα και οξιές. Από τα 2000μ. και πάνω η χλωρίδα είναι αλπική και την απαρτίζουν μικρότερα φυτά και λουλούδια, αφού το χιόνι κυριαρχεί εδώ τους περισσότερους μήνες το χρόνο
Η έρευνα των φυτών του Ολύμπου άρχισε πριν 150 χρόνια: το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Αυcher - Εlογ μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, ο Εθνικός Δρυμός χαρακτηρίζεται από τις πλουσιότερες σε χλωρίδα περιοχές της Ελλάδας, με περίπου 1.700 είδη και υποείδη, που αντιστοιχούν περίπου στο 25% της ελληνικής χλωρίδας. Από αυτά, τα 187 χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, 56 είναι ενδημικά ελληνικά εκ των οποίων 23 τοπικά ενδημικά, δηλ. βρίσκονται μόνο στον Όλυμπο και 16 είναι σπάνια στην Ελλάδα ή και εμφανίζουν τα ακραία όρια εξάπλωσής τους στη Βόρεια Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Το είδος Jankaea heldreichii, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες.
Η έντονη ποικιλότητα του ανάγλυφου, ο διαφορετικός προσανατολισμός των πλαγιών και η θέση τους σε σχέση με την Θάλασσα επηρεάζουν κατά τόπους το κλίμα του Ολύμπου με αποτέλεσμα να επικρατούν τοπικές συνθήκες μικροκλίματος που σε συνδυασμό με το γεωλογικό υπόβαθρο και το έδαφος, ευνοούν την ανάπτυξη ιδιαιτέρων τύπων βλάστησης και χαρακτηριστικών βιοτόπων αντίστοιχα.
Η βλάστηση του Ολύμπου και ιδιαίτερα η κατατομή της, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες. Γενικά, η βορειοανατολική πλευρά του Ολύμπου είναι πυκνά δασωμένη, αφού δέχεται και τις περισσότερες βροχές, ενώ η νοτιοδυτική έχει σημαντικά αραιότερη βλάστηση. Επίσης, ενώ στις γειτονικές οροσειρές των Πιερίων, του Κάτω Ολύμπου και της Όσσας υπάρχει μια σαφής διαδοχή των ζωνών βλάστησης, ακολουθώντας το υψόμετρο, στον Όλυμπο παρατηρείται αναρχία στη διαδοχή των ζωνών βλάστησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία μικροκλιμάτων που δημιουργεί το ανάγλυφο της περιοχής. Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων
Το χαρακτηριστικό είδος της ζώνης αυτής είναι το ρόμπολο (Pinus heldreichii). Το σπάνιο αυτό είδος πεύκης εμφανίζεται σποραδικά από τα 1000μ. υψόμετρο και βαθμιαία αντικαθιστά τη μαύρη πεύκη, ενώ από τα 1400μ. και πάνω, δημιουργεί σχεδόν αμιγές δάσος. Από τα 2000 μ. υψόμετρο το δάσος αρχίζει και αραιώνει, ενώ φτάνει μέχρι τα 2750μ. δημιουργώντας έτσι το υψηλότερο δασοόριο (ανώτατο όριο στο οποίο αναπτύσσονται δάση) των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα.
Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι πάνω από τα 2500μ, τα δέντρα αποκτούν μια έρπουσα μορφή. Η περιοχή που αναπτύσσεται το ρόμπολο είναι συνήθως ξηρή και οι πλαγιές πετρώδεις. Στη ζώνη αυτή δεν υπάρχουν πηγές ή ρέματα με νερό. Η βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές τοπικές συνθήκες και αντιπροσωπεύεται από χαρακτηριστικούς θάμνους, αγρωστώδη, χασμόφυτα κ.ά., ενώ η χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη των Βαλκανίων.
Εξωδασική ζώνη υψηλών ορέων (αλπική ζώνη)
Μετά τη ζώνη του ρόμπολου ακολουθεί μια εκτεταμένη και γυμνή από δέντρα ζώνη με αλπικά λιβάδια, που συντίθεται από μωσαϊκό λιβαδικών οικοσυστημάτων, ανάλογα με το ανάγλυφο, την κλίση και τον προσανατολισμό του εδάφους. Σε γενικές γραμμές η αλπική αυτή βλάστηση, στην οποία συναντώνται περισσότερα από 150 είδη φυτών, διακρίνεται σε λιβάδια με χιονοστρώσεις, χλοώδεις βάλτους, αλπικούς λιθώνες και σχισμές βράχων. Στα λιβάδια, στους βράχους και στις απότομες πλαγιές ζουν τα περισσότερα ενδημικά φυτά του Ολύμπου, κυρίως μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά αγριολούλουδα. Από αυτά τα μισά βρίσκονται μόνο στην Βαλκανική χερσόνησο και τα 23 μόνο στον Όλυμπο και πουθενά αλλού.
Τα Ενδημικά Φυτά του Ολύμπου
Achillea ambrosiaca
Alyssum handelii
Asprerula muscosa
Aubrieta thessala
Campanula oreadum
Carum adamovicii
Centaurea incompleta
Centaurea litochorea
Centaurea transiens
Cerastrium theophrasti
Erysimum olympicum
Festuca olympica
Genίsta sakellariadis
Jankaea heldreichii
Ligusticum olympicum
Melampyrum ciliatum
Poa thessala
Potentilla deorum
Rynchosinapis nivalis
Silene dionysii
Silene oligantha
Veronica thessalica
Viola striis - notata

ΠΑΝΙΔΑ
Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδος και ξακουστό ανά την υφήλιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας-2.918 μ.), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τοποθετήσει την κατοικία των Δώδεκα «Ολύμπιων» Θεών τους. Ο συμπαγής ορεινός του όγκος δεσπόζει επιβλητικός στα όρια Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας.
Κάθε χρόνο χιλιάδες φυσιολάτρες επισκέπτονται τον Όλυμπο, για να θαυμάσουν από κοντά τη γοητεία της φύσης του και να χαρούν την περιήγηση στις πλαγιές του και την κατάκτηση των κορυφών του. Οργανωμένα ορεινά καταφύγια με ποικίλες ορειβατικές και αναρριχητικές διαδρομές βρίσκονται στην διάθεση των επισκεπτών που θέλουν να εξερευνήσουν τις ομορφιές του. Κλασσική αφετηρία αποτελεί η γραφική κωμόπολη του Λιτόχωρου στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, 100km από τη Θεσσαλονίκη, όπου την τελευταία Κυριακή κάθε Ιουνίου καταλήγει ο Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου, ενώ στο αρχαίο θέατρο στο Δίον και το κάστρο του Πλαταμώνα λαμβάνει χώρα το Φεστιβάλ Ολύμπου, με καλλιτεχνικό πρόγραμμα.
Η πανίδα του Ολύμπου, που δεν έχει μελετηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει σημαντική ποικιλία και χαρακτηρίζεται από την παρουσία σημαντικών, σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Τα μεγάλα θηλαστικά, που ζούσαν παλαιότερα στην περιοχή, όπως το ελάφι, έχουν πλέον εξαφανιστεί από τον Όλυμπο. Στην αρχαιότητα υπήρχαν λιοντάρια (Παυσανίας) ενώ τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα υπήρχαν αρκούδες (Βίος Αγίου Διονυσίου του Νεωτέρου).
Έχουν καταγραφεί 32 είδη θηλαστικών, στα οποία περιλαμβάνονται το αγριοκάτσικο (Rυρicapra rupicapra), το ζαρκάδι (Capreolus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), η αγριόγατα (Felis sylvestris), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) κ.ά. Έχουν εντοπιστεί επίσης 108 είδη πτηνών (όπως Τσιχλογέρακο, Μαυρόγυπας, Πετροπέρδικα, Λευκοπελαργός, Αγριοπερίστερο, Κοκκινολαίμης, Χρυσογέρακας, Πετρίτης, Δενδρογέρακο, Χρυσαετός, Φιδαετός, Σταυραετός, Τσαλαπετεινός) πολλά από τα οποία, ιδιαίτερα τα αρπακτικά, είναι σπάνια και προστατεύονται αυστηρά από διεθνείς συμβάσεις.
Υπάρχουν ακόμα τα συνηθισμένα ερπετά του ελληνικού χώρου (22 είδη όπως φίδια, χελώνες, σαύρες κ.λπ.) και ορισμένα αμφίβια (8 είδη) στα ρέματα και τις εποχιακές λίμνες, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες, για τις οποίες ο Όλυμπος φημίζεται.

Αγριοκάτσικο rupicapra-rupicapra
Ζαρκάδι capreolus-capreolus
Αγριογούρουνο Sus scrofa
Κουνάβι Martes foina
Αλεπού vulpes-vulpes
Σκίουρος Sciurus vulgaris
Σταυραετός
Κοκκινολαίμης
Πετροπέρδικα
Λευκοπελαργός

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ:
Γκίκα Ιωάννα, Γιαλαμά Βάϊα, Βλάστος Ευάγγελος, Αγγέλη Δέσποινα, Κατσάρα Παρασκευή, Καραμάνη Μικαέλα, Καλαμπούκα Βάϊα, Θεοχαρίδης Νίκος, Κυρατζής Ευθύμιος, Κατσαούνη Αφροδίτη, Γκούβερη Ζωή, Ηλία Παρασκευή, Γκουνέλα Σταυρούλα, Τσιόγκα Μαρία, Τσουκανέρη Χαρά, Φανάρα Παρασκευή, Τζίκα Μαρία,Τσιόλα Θάλεια, Τουφεξή Ιωάννα, Χατζηβασιλειάδης Ανέστης, Τσιπλακούλης Αντώνης, Πάτρα Αλεξάνδρα, Πουρνάρας Χρήστος, Σοφός Αθανάσιος, Στεργίου Παναγιώτης, Χατζηβασιλειάδη Αλεξάνδρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: